χριστιανικῶς

χριστιανικῶς
χριστιανικός
Christian
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χριστιανικώς — χριστιανικῶς, ΝΜΑ, και χριστιανικά Ν επίρρ. βλ. χριστιανικός …   Dictionary of Greek

  • χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ՔՐԻՍՏՈՆԷԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 1015 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 12c մ. χριστιανικῶς ut christianus κατὰ χριστιανισμόν christianorum more. Քրիտոնեապէս իբրեւ զքրիստոնեայ. ըստ օրինակի քրիստոնէից եւ քրիստոնէութեան. *Մի հեթանոսաբար անըուշներ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”